- ἀπροφύλακτος
- ἀπροφύλακτοςnot guarded againstmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπροφυλάκτως — ἀπροφύλακτος not guarded against adverbial ἀπροφύλακτος not guarded against masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφύλακτον — ἀπροφύλακτος not guarded against masc/fem acc sg ἀπροφύλακτος not guarded against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφυλάκτοις — ἀπροφύλακτος not guarded against masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφυλάκτου — ἀπροφύλακτος not guarded against masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροφύλακτοι — ἀπροφύλακτος not guarded against masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απροφύλαχτος — κ. απροφύλακτος, η, ο (AM ἀπροφύλακτος, ον) 1. ενεργ. αυτός που δεν παίρνει προφυλάξεις 2. παθ. αυτός που δεν προφυλάγεται 3. αφύλαχτος, αφρούρητος αρχ. απρόβλεπτος, απρόοπτος … Dictionary of Greek